ἐμφυσήσῃ — ἐμφυσήσηι , ἐμφύσησις inflation fem dat sg (epic) ἐμφυσάω blow in aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐμφυσάω blow in aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐμφυσάω blow in fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐμφῡσήσῃ , ἐμφυσάω blow in aor subj mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… … Dictionary of Greek
υπερφύσηση — η, Ν (μεταλργ.) παρατεταμένη εμφύσηση αέρα κατά τη χαλυβδοποίηση τού χυτοσιδήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + φυσώ (πρβλ. εμφύσηση)] … Dictionary of Greek
ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… … Dictionary of Greek
ανάνηψη — Σειρά θεραπευτικών μέσων με σκοπό την αποκατάσταση της αναπνευστικής λειτουργίας, όταν προς στιγμήν αναστέλλεται σε ένα άτομο που έχει πάθει ασφυξία από πνιγμονή, κρανιακό τραύμα, δηλητηρίαση από ναρκωτικά ή σε ένα ασφυκτικό νεογνό. Η α. αποτελεί … Dictionary of Greek
εμφυσίωσις — ἐμφυσίωσις, η (Α) εμφύσηση, επίπνευση θείας ιδιότητας … Dictionary of Greek
εμφυσητής — ο (AM ἐμφυσητής) νεοελλ. ο εμπνευστής, αυτός που εμφυσά σε άλλον μια σκέψη ή ιδέα αρχ. μσν. αυτός που ενεργεί ή προκαλεί εμφύσηση, διόγκωση … Dictionary of Greek
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek